- μειλιχιεῖον
- μειλιχιεῖον, τό, Tempel des Zeus μειλίχιος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μειλιχιείον — μειλιχιεῑον, τὸ (Α) [μειλίχιος] ο ναός τού Μειλιχίου Διός … Dictionary of Greek
μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… … Dictionary of Greek